μεταπράσεις

μεταπράσεις
μεταπρά̱σεις , μετάπρασις
re-sale
fem nom/voc pl (attic epic)
μεταπρά̱σεις , μετάπρασις
re-sale
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεταπράσις — μεταπράσις, εως, ἡ (Α) [μεταπιπράσκω] η μεταπώληση («τὰς οἰκοδομίας, ἅς ἀδιαλείπτους ποιοῡσιν αἱ συμπτώσεις καὶ ἐμπρήσεις καὶ μεταπράσεις», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”